- τρυπανίζω
- τρυπάνισα, τρυπανίστηκα, τρυπανισμένος, ανοίγω τρύπα με τρύπανο, τρυπώ με τρυπάνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρυπανίζω — ΝΑ [τρύπανον] ανοίγω οπές με τρυπάνι … Dictionary of Greek
τρυπανίζεται — τρυπανίζω bore through pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυπάνισμα — το, Ν [τρυπανίζω] το αποτέλεσμα τού τρυπανίζω, τρυπανισμός … Dictionary of Greek
τρυπάνιση — η, Ν [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής με τρυπάνι, τρυπανισμός … Dictionary of Greek
τρυπανισμός — ο, ΝΑ [τρυπανίζω] διάνοιξη οπής ή τρήματος με τρυπάνι, τρυπάνιση νεοελλ. ιατρ. εγχείρηση που συνίσταται στη διάνοιξη στομίου σε οστό το οποίο περιβάλλει οστική κοιλότητα, ανάτρηση … Dictionary of Greek
τριβελίζω — τριβέλισα, τριβελίστηκα, τριβελισμένος 1. ανοίγω τρύπα με τριβέλι, τρυπανίζω: Τριβελίζει το ξύλο για να περάσει βίδα. 2. μτφ., γίνομαι ενοχλητικός, ενοχλώ την ακοή κάποιου: Μ αυτή την γκρίνια του το παλιόπαιδο με τριβελίζει μια ώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)